τανζανίτης

τανζανίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) βαθυκύανη ποικιλία τού ορυκτού ζωισίτης, που αποτελεί πολύτιμο λίθο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”